- ἐπισήθω
- ἐπισήθω,A sprinkle upon,
ψῆγμα χρυσοῦ ταῖς κόμαις J.AJ8.7.3
: [tense] impf.ἐπέσσηθον Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψῆγμα χρυσοῦ ταῖς κόμαις J.AJ8.7.3
: [tense] impf.ἐπέσσηθον Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επισήθω — ἐπισήθω (Α) [σήθω] επιπάσσω, πασπαλίζω («ψῆγμα χρυσίου ἐπέσηθον ταῑς κόμαις», Ιώσ.) … Dictionary of Greek